γηραλέαι

γηραλέαι
γηραιός
aged
fem nom/voc pl (epic)
γηραιός
aged
fem nom/voc pl
γηραλέᾱͅ , γηραιός
aged
fem dat sg (attic doric aeolic)
γηραιός
aged
fem nom/voc pl
γηραλέᾱͅ , γηραιός
aged
fem dat sg (attic doric aeolic)
γηραλέᾱͅ , γηραλέος
fem dat sg (attic doric aeolic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • γηραλέᾳ — γηραλέαι , γηραιός aged fem nom/voc pl (epic) γηραλέαι , γηραιός aged fem nom/voc pl γηραλέᾱͅ , γηραιός aged fem dat sg (attic doric aeolic) γηραλέαι , γηραιός aged fem nom/voc pl γηραλέᾱͅ , γηραιός aged fem dat sg (attic doric aeolic) γηραλέᾱͅ …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κύρβεις — Ξύλινοι πίνακες πάνω στους οποίους ήταν γραμμένοι οι νόμοι του Σόλωνα. Ήταν συνολικά τέσσερις, καθένας από τους οποίους στηριζόταν σε κεντρικό άξονα σχηματίζοντας παραλληλόγραμμο. Έτσι, όποιος ήθελε, διάβαζε τους νόμους, γυρίζοντας απλώς τον… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”